Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ δοξαζόμενα

См. также в других словарях:

  • δοξαζόμενα — δοξάζω think pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξαζομένας — δοξαζομένᾱς , δοξάζω think pres part mp fem acc pl δοξαζομένᾱς , δοξάζω think pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»